προαπολείπει

προαπολείπει
προαπολείπει , προαπολείπω
leave beforehand
pres ind mp 2nd sg
προαπολείπει , προαπολείπω
leave beforehand
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προαπολείπω — Α 1. αφήνω, εγκαταλείπω κάτι προηγουμένως («οὐ προαπολείπει τὴν κοινωνίαν, πλὴν ἐὰν χῆρος ἤ χήρα γένηται», Αριστοτ.) 2. (για το νερό) παρουσιάζω έλλειψη εκ τών προτέρων 3. αποκάμνω πρώτος ή εκ τών προτέρων 4. φρ. α) «προαπολείπω τὴν πρᾱξιν»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”